Translation meaning & definition of the word "overflow" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπερχείλιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Overflow
[Υπερχείλιση]/oʊvərfloʊ/
noun
1. A large flow
- synonym:
- flood ,
- overflow ,
- outpouring
1. Μια μεγάλη ροή
- συνώνυμο:
- πλημμύρα ,
- υπερχείλιση ,
- ξεχειλίζω
2. The occurrence of surplus liquid (as water) exceeding the limit or capacity
- synonym:
- overflow ,
- runoff ,
- overspill
2. Η εμφάνιση πλεονάζοντος υγρού (ας υδατογράφησης υπερβαίνει το όριο ή την ικανότητα
- συνώνυμο:
- υπερχείλιση ,
- απορροή
verb
1. Flow or run over (a limit or brim)
- synonym:
- overflow ,
- overrun ,
- well over ,
- run over ,
- brim over
1. Ροή ή να τρέξει πάνω από το όριο (α ή το βρι)
- συνώνυμο:
- υπερχείλιση ,
- υπερβολική ,
- πηγαίνω πάνω ,
- τρέχω ,
- περιπλανώμαι
2. Overflow with a certain feeling
- "The children bubbled over with joy"
- "My boss was bubbling over with anger"
- synonym:
- bubble over ,
- overflow ,
- spill over
2. Ξεχειλίζει από ένα συγκεκριμένο συναίσθημα
- "Τα παιδιά αναπήδησαν με χαρά"
- "Το αφεντικό μου ξεφούσκωνε με θυμό"
- συνώνυμο:
- φυσαλίδα ,
- υπερχείλιση ,
- πετάω
Examples of using
The book's blurbs overflow with superlatives.
Οι θόλοι του βιβλίου ξεχειλίζουν από υπερτασικά.
The book's blurbs overflow with superlatives.
Οι θόλοι του βιβλίου ξεχειλίζουν από υπερτασικά.