Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "overdrive" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπερφόρτωση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Overdrive

[Υπερβαίνω]
/oʊvərdraɪv/

noun

1. The state of high or excessive activity or productivity or concentration

  • "Troops are ready to go into overdrive as soon as the signal is given"
  • "Melissa's brain was in overdrive"
    synonym:
  • overdrive

1. Την κατάσταση υψηλής ή υπερβολικής δραστηριότητας ή παραγωγικότητας ή συγκέντρωσης

  • "Οι σταθμοί είναι έτοιμοι να πάνε σε υπερβολική κίνηση μόλις δοθεί το σήμα"
  • "Ο εγκέφαλος της μέλισσας ήταν σε υπερβολική κίνηση"
    συνώνυμο:
  • υπερβολική κίνηση

2. A high gear used at high speeds to maintain the driving speed with less output power

    synonym:
  • overdrive

2. Ένα υψηλό εργαλείο που χρησιμοποιείται στις υψηλές ταχύτητες για να διατηρήσει την ταχύτητα οδήγησης με τη λιγότερη δύναμη εξόδου

    συνώνυμο:
  • υπερβολική κίνηση

verb

1. Drive or work too hard

  • "The teacher is overworking his students"
  • "Overdriving people often suffer stress"
    synonym:
  • overdrive

1. Οδηγήστε ή εργαστείτε πολύ σκληρά

  • "Ο δάσκαλος εργάζεται υπερβολικά τους μαθητές του"
  • "Οι άνθρωποι που οδηγούν συχνά υποφέρουν από άγχος"
    συνώνυμο:
  • υπερβολική κίνηση

2. Make use of too often or too extensively

    synonym:
  • overuse
  • ,
  • overdrive

2. Χρησιμοποιήστε το πολύ συχνά ή πολύ εκτεταμένα

    συνώνυμο:
  • υπερβολική χρήση
  • ,
  • υπερβολική κίνηση