Translation meaning & definition of the word "overconfident" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπερβολική αυτοπεποίθηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Overconfident
[Υπερβολική αυτοπεποίθηση]/oʊvərkɑnfɪdənt/
adjective
1. Marked by excessive confidence
- "An arrogant and cocksure materialist"
- "So overconfident and impudent as to speak to the queen"
- "The less he knows the more positive he gets"
- synonym:
- cocksure ,
- overconfident ,
- positive
1. Χαρακτηρίζεται από υπερβολική εμπιστοσύνη
- "Ένας αλαζονικός και υλιστής"
- "Τόσο υπερβολική αυτοπεποίθηση και αταλάντευτη ώστε να μιλήσει στη βασίλισσα"
- "Όσο λιγότερο γνωρίζει τόσο πιο θετικά παίρνει"
- συνώνυμο:
- πεταλούδα ,
- υπερβολική αυτοπεποίθηση ,
- θετικός
Examples of using
He is overconfident.
Έχει υπερβολική αυτοπεποίθηση.
He's overconfident.
Έχει υπερβολική αυτοπεποίθηση.