Translation meaning & definition of the word "overconfidence" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπερβολική εμπιστοσύνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Overconfidence
[Υπερβολική αυτοπεποίθηση]/oʊvərkɑnfɪdəns/
noun
1. Total certainty or greater certainty than circumstances warrant
- synonym:
- certitude ,
- cocksureness ,
- overconfidence
1. Απόλυτη βεβαιότητα ή μεγαλύτερη βεβαιότητα από τις περιστάσεις είναι απαραίτητη
- συνώνυμο:
- βεβαιότητα ,
- πενιχρότητα ,
- υπερβολική αυτοπεποίθηση