Translation meaning & definition of the word "overcharge" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπερφόρτιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Overcharge
[Υπερφόρτιση]/oʊvərʧɑrʤ/
noun
1. A price that is too high
- synonym:
- overcharge
1. Μια τιμή που είναι πολύ υψηλή
- συνώνυμο:
- υπερφόρτιση
verb
1. Rip off
- Ask an unreasonable price
- synonym:
- overcharge ,
- soak ,
- surcharge ,
- gazump ,
- fleece ,
- plume ,
- pluck ,
- rob ,
- hook
1. Αποτυγχάνω
- Ρωτήστε μια παράλογη τιμή
- συνώνυμο:
- υπερφόρτιση ,
- μουσκεύω ,
- επιπλέον χρέωση ,
- περιπέτεια ,
- φλις ,
- λοφίο ,
- τρίβω ,
- ληστής ,
- γάντζος
2. Place too much a load on
- "Don't overload the car"
- synonym:
- overload ,
- surcharge ,
- overcharge
2. Τοποθετήστε πάρα πολύ ένα φορτίο
- "Μην υπερφορτώνετε το αυτοκίνητο"
- συνώνυμο:
- υπερφόρτωση ,
- επιπλέον χρέωση ,
- υπερφόρτιση