Translation meaning & definition of the word "overcast" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "συννεφιά" στην ελληνική γλώσσα
Overcast
[Συννεφιασμένος]noun
1. The state of the sky when it is covered by clouds
- synonym:
- cloudiness ,
- cloud cover ,
- overcast
1. Η κατάσταση του ουρανού όταν καλύπτεται από σύννεφα
- συνώνυμο:
- θολότητα ,
- νεφοκάλυψη ,
- συννεφιασμένος
2. Gloomy semidarkness caused by cloud cover
- synonym:
- cloudiness ,
- overcast
2. Ζοφερή ημιφλοιότητα που προκαλείται από τη νεφοκάλυψη
- συνώνυμο:
- θολότητα ,
- συννεφιασμένος
3. A long whipstitch or overhand stitch overlying an edge to prevent raveling
- synonym:
- overcast ,
- overcasting
3. Μια μακριά βελονιά με μαστίγιο ή πάνω από το χέρι που υπερκαλύπτει μια άκρη για να αποφευχθεί το τράβηγμα
- συνώνυμο:
- συννεφιασμένος ,
- υπερβολική εκπομπή
4. A cast that falls beyond the intended spot
- synonym:
- overcast
4. Ένα καστ που πέφτει πέρα από το προβλεπόμενο σημείο
- συνώνυμο:
- συννεφιασμένος
verb
1. Make overcast or cloudy
- "Fall weather often overcasts our beaches"
- synonym:
- overcast ,
- cloud
1. Κάντε συννεφιά ή θολό
- "Ο φθινοπωρινός καιρός συχνά συννεφιάζει τις παραλίες μας"
- συνώνυμο:
- συννεφιασμένος ,
- σύννεφο
2. Sew over the edge of with long slanting wide stitches
- synonym:
- overcast
2. Ράψτε στην άκρη του με μακριές λοξές φαρδιές βελονιές
- συνώνυμο:
- συννεφιασμένος
3. Sew with an overcast stitch from one section to the next
- "Overcast books"
- synonym:
- overcast
3. Ράψτε με μια συννεφιασμένη βελονιά από το ένα τμήμα στο άλλο
- "Συννεφιασμένα βιβλία"
- συνώνυμο:
- συννεφιασμένος
adjective
1. Filled or abounding with clouds
- synonym:
- cloud-covered ,
- clouded ,
- overcast ,
- sunless
1. Γεμάτο ή αφθονεί με σύννεφα
- συνώνυμο:
- καλυμμένο με σύννεφα ,
- θολωμένο ,
- συννεφιασμένος ,
- ανήλιος