Translation meaning & definition of the word "outset" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "έξω" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Outset
[Ξεπερνώ]/aʊtsɛt/
noun
1. The time at which something is supposed to begin
- "They got an early start"
- "She knew from the get-go that he was the man for her"
- synonym:
- beginning ,
- commencement ,
- first ,
- outset ,
- get-go ,
- start ,
- kickoff ,
- starting time ,
- showtime ,
- offset
1. Η στιγμή που κάτι υποτίθεται ότι πρέπει να ξεκινήσει
- "Έχει μια πρόωρη αρχή"
- "Γνώριζε από το ξεκίνημα ότι ήταν ο άνθρωπος για εκείνη"
- συνώνυμο:
- αρχή ,
- έναρξη ,
- πρώτος ,
- πηγαίνω ,
- ξεκινώ ,
- εκτοξεύω ,
- ώρα έναρξης ,
- εμφάνιση ,
- αντισταθμιστικό