Translation meaning & definition of the word "outright" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόλυτα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Outright
[Εντελώς]/aʊtraɪt/
adjective
1. Without reservation or exception
- synonym:
- outright ,
- straight-out ,
- unlimited
1. Χωρίς κράτηση ή εξαίρεση
- συνώνυμο:
- εντελώς ,
- ευθεία ,
- απεριόριστοσ
adverb
1. Without restrictions or stipulations or further payments
- "Buy outright"
- synonym:
- outright
1. Χωρίς περιορισμούς ή όρους ή περαιτέρω πληρωμές
- "Αγοράστε εντελώς"
- συνώνυμο:
- εντελώς
2. Without reservation or concealment
- "She asked him outright for a divorce"
- synonym:
- outright
2. Χωρίς κράτηση ή απόκρυψη
- "Του ζήτησε εντελώς διαζύγιο"
- συνώνυμο:
- εντελώς
3. Without any delay
- "He was killed outright"
- synonym:
- instantaneously ,
- outright ,
- instantly ,
- in a flash
3. Χωρίς καμία καθυστέρηση
- "Σκοτώθηκε εντελώς"
- συνώνυμο:
- στιγμιαία ,
- εντελώς ,
- αμέσως ,
- σε μια λάμψη
Examples of using
This is an outright lie!
Αυτό είναι ένα απόλυτο ψέμα!