Translation meaning & definition of the word "outlive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξωτερική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Outlive
[Επιβλητικός]/aʊtlɪv/
verb
1. Live longer than
- "She outlived her husband by many years"
- synonym:
- outlive ,
- outlast ,
- survive
1. Ζήστε περισσότερο από
- "Ζούσε πολλά χρόνια από τον σύζυγό της"
- συνώνυμο:
- επιβιώνω ,
- εξωτερική
Examples of using
I wonder why women outlive men.
Αναρωτιέμαι γιατί οι γυναίκες ξεπερνούν τους άνδρες.