Translation meaning & definition of the word "outlaw" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξωδικαστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Outlaw
[Απαγορεύω]/aʊtlɔ/
noun
1. Someone who has committed a crime or has been legally convicted of a crime
- synonym:
- criminal ,
- felon ,
- crook ,
- outlaw ,
- malefactor
1. Κάποιος που έχει διαπράξει έγκλημα ή έχει καταδικαστεί νόμιμα για αδίκημα
- συνώνυμο:
- εγκληματίας ,
- φέλον ,
- κρουά ,
- εκτός νόμου ,
- κακοποιός
verb
1. Declare illegal
- Outlaw
- "Marijuana is criminalized in the u.s."
- synonym:
- outlaw ,
- criminalize ,
- criminalise ,
- illegalize ,
- illegalise
1. Κηρύττω παράνομα
- Εκτός νόμου
- "Η μαριχουάνα ποινικοποιείται στις ηπα."
- συνώνυμο:
- εκτός νόμου ,
- ποινικοποιώ ,
- παρανομοποίηση
adjective
1. Contrary to or forbidden by law
- "An illegitimate seizure of power"
- "Illicit trade"
- "An outlaw strike"
- "Unlawful measures"
- synonym:
- illegitimate ,
- illicit ,
- outlaw(a) ,
- outlawed ,
- unlawful
1. Αντίθετα ή απαγορευμένα από το νόμο
- "Μια παράνομη κατάληψη εξουσίας"
- "Απλό εμπόριο"
- "Μια απεργία εκτός νόμου"
- "Παράνομα μέτρα"
- συνώνυμο:
- παράνομος ,
- εξωδικα( ,
- απαγορεύεται ,
- παράνομη
2. Disobedient to or defiant of law
- "Lawless bands roaming the plains"
- synonym:
- lawless ,
- outlaw(a)
2. Ανυπακοή ή παραβίαση του νόμου
- "Ανεπιφύλακτες ζώνες που περιφέρονται στις πεδιάδες"
- συνώνυμο:
- άνομος ,
- εξωδικα(