Translation meaning & definition of the word "outgrow" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξέλιξη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Outgrow
[Ξεπερνώ]/aʊtgroʊ/
verb
1. Grow too large or too mature for
- "I have outgrown these clothes"
- "She outgrew her childish habits"
- synonym:
- outgrow
1. Μεγαλώνουν πολύ μεγάλα ή πολύ ώριμα για
- "Έχω ξεπεράσει αυτά τα ρούχα"
- "Ξέρει τις παιδικές συνήθειες"
- συνώνυμο:
- ξεπερνώ
2. Grow faster than
- synonym:
- outgrow
2. Μεγαλώνουν γρηγορότερα από
- συνώνυμο:
- ξεπερνώ