Translation meaning & definition of the word "outdoors" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξωτερικοί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Outdoors
[Εξωτερικεσ]/aʊtdɔrz/
noun
1. Where the air is unconfined
- "He wanted to get outdoors a little"
- "The concert was held in the open air"
- "Camping in the open"
- synonym:
- outdoors ,
- out-of-doors ,
- open air ,
- open
1. Όπου ο αέρας δεν έχει περιοριστεί
- "Θέλησε να πάει λίγο σε εξωτερικούς χώρους"
- "Η συναυλία πραγματοποιήθηκε στο ύπαιθρο"
- "Στο ύπαιθρο"
- συνώνυμο:
- εξωτερικός ,
- εξωπραγματογνώμονεσ ,
- ανοιχτός
adverb
1. Outside a building
- "In summer we play outside"
- synonym:
- outside ,
- outdoors ,
- out of doors ,
- alfresco
1. Έξω από ένα κτίριο
- "Το καλοκαίρι παίζουμε έξω"
- συνώνυμο:
- έξω ,
- εξωτερικός ,
- από πόρτες ,
- αλφρέσκο
Examples of using
Were you outdoors today?
Ήσουν έξω σήμερα?
It's cold and windy outdoors.
Είναι κρύο και θυελλώδες σε εξωτερικούς χώρους.
We can work outdoors only as long as it's light.
Μπορούμε να εργαστούμε σε εξωτερικούς χώρους μόνο εφόσον είναι ελαφρύ.