Translation meaning & definition of the word "outdoor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξωτερική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Outdoor
[Υπαίθριος]/aʊtdɔr/
adjective
1. Located, suited for, or taking place in the open air
- "Outdoor clothes"
- "Badminton and other outdoor games"
- "A beautiful outdoor setting for the wedding"
- synonym:
- outdoor(a) ,
- out-of-door ,
- outside
1. Βρίσκεται, κατάλληλο για ή λαμβάνει χώρα στο ύπαιθρο
- "Εξωτερικά ρούχα"
- "Μπάντμιντον και άλλα υπαίθρια παιχνίδια"
- "Ένα όμορφο υπαίθριο σκηνικό για το γάμο"
- συνώνυμο:
- υπαίθριος() ,
- εκτός πόρτας ,
- έξω
2. Pertaining to or concerning the outdoors or outdoor activities
- "Outdoor education is the area of teacher training concerned with training for outdoor activities"
- synonym:
- outdoor
2. Σχετικά με ή σχετικά με τις υπαίθριες ή υπαίθριες δραστηριότητες
- "Η εξωτερική εκπαίδευση είναι ο τομέας της κατάρτισης των εκπαιδευτικών που ασχολείται με την κατάρτιση για υπαίθριες δραστηριότηριότηριότηριότητητητητηριότητητητητητητητητητητητητητητητητητητητητητητητητητητητητητητητητητητητητητητητητητητες"
- συνώνυμο:
- εξωτερικός
Examples of using
Some dogs love being outdoor.
Μερικά σκυλιά αγαπούν να είναι υπαίθρια.
I like outdoor sports, such as baseball, tennis and soccer.
Μου αρέσουν τα υπαίθρια αθλήματα, όπως το μπέιζμπολ, το τένις και το ποδόσφαιρο.