Translation meaning & definition of the word "outdated" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξαντλημένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Outdated
[Ξεπερνώ]/aʊtdetɪd/
adjective
1. Old
- No longer valid or fashionable
- "Obsolete words"
- "An obsolete locomotive"
- "Outdated equipment"
- "Superannuated laws"
- "Out-of-date ideas"
- synonym:
- outdated ,
- out-of-date ,
- superannuated
1. Παλαιός
- Δεν είναι πλέον έγκυρη ή μοντέρνα
- "Παρωχημένες λέξεις"
- "Μια παρωχημένη ατμομηχανή"
- "Εξοπλισμός εξωτερικής χρήσης"
- "Υπερβολικοί νόμοι"
- "Εξωτερικές ιδέες"
- συνώνυμο:
- ξεπερασμένος ,
- εκτός ενημέρωσης ,
- υπερκαινουσών
Examples of using
It's outdated.
Είναι ξεπερασμένο.
The computer was so outdated that it was good for nothing.
Ο υπολογιστής ήταν τόσο ξεπερασμένος που δεν ήταν καλός για τίποτα.
It's outdated.
Είναι ξεπερασμένο.