Translation meaning & definition of the word "outcast" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκπομπή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Outcast
[Εκτοξεύω]/aʊtkæst/
noun
1. A person who is rejected (from society or home)
- synonym:
- outcast ,
- castaway ,
- pariah ,
- Ishmael
1. Ένα άτομο που απορρίπτεται (από την κοινωνία ή το σπίτι)
- συνώνυμο:
- εκτός λειτουργίασ ,
- παραπονεθεί ,
- παρίας ,
- Ισμαήλ
adjective
1. Excluded from a society
- synonym:
- friendless ,
- outcast
1. Αποκλεισμένος από μια κοινωνία
- συνώνυμο:
- φίλος ,
- εκτός λειτουργίασ