Translation meaning & definition of the word "outage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "έξω" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Outage
[Διακοπή]/aʊtəʤ/
noun
1. The amount of something (as whiskey or oil) lost in storage or transportation
- synonym:
- outage
1. Η ποσότητα του ουίσκι ή του λαδιού( που χάνεται στην αποθήκευση ή τη μεταφορά
- συνώνυμο:
- διακοπή
2. A temporary suspension of operation (as of computers)
- "There will be a network outage from 8 to 10 a.m."
- synonym:
- outage
2. Μια προσωρινή αναστολή της λειτουργίας (α των υπολογιστών)
- "Θα υπάρξει διακοπή δικτύου από τις 8 έως τις 10 π.μ."
- συνώνυμο:
- διακοπή
Examples of using
We have a water outage.
Έχουμε μια διακοπή νερού.
All hospitals are equipped with a spare generator in case of a power outage.
Όλα τα νοσοκομεία είναι εξοπλισμένα με μια εφεδρική γεννήτρια σε περίπτωση διακοπής ρεύματος.