Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "out" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "έξω" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Out

[Έξω]
/aʊt/

noun

1. (baseball) a failure by a batter or runner to reach a base safely in baseball

  • "You only get 3 outs per inning"
    synonym:
  • out

1. (βασεμπαλ) μια αποτυχία από ένα κτύπημα ή δρομέα για να φτάσετε σε μια βάση με ασφάλεια στο μπέιζμπολ

  • "Παίρνετε μόνο 3 εξόδους ανά εισαγωγή"
    συνώνυμο:
  • βγαίνω έξω

verb

1. To state openly and publicly one's homosexuality

  • "This actor outed last year"
    synonym:
  • come out of the closet
  • ,
  • out
  • ,
  • come out

1. Να δηλώνει ανοιχτά και δημόσια την ομοφυλοφιλία του

  • "Αυτός ο ηθοποιός είχε εκτοξευθεί πέρυσι"
    συνώνυμο:
  • βγείτε από την ντουλάπα
  • ,
  • βγαίνω έξω

2. Reveal (something) about somebody's identity or lifestyle

  • "The gay actor was outed last week"
  • "Someone outed a cia agent"
    synonym:
  • out

2. Αποκαλύψτε (κάτι) για την ταυτότητα ή τον τρόπο ζωής κάποιου

  • "Ο ομοφυλόφιλος ηθοποιός βγήκε την περασμένη εβδομάδα"
  • "Κάποιος έβγαλε έναν πράκτορα σια"
    συνώνυμο:
  • βγαίνω έξω

3. Be made known

  • Be disclosed or revealed
  • "The truth will out"
    synonym:
  • out
  • ,
  • come out

3. Γίνομαι γνωστός

  • Αποκαλύπτεται ή αποκαλύπτεται
  • "Η αλήθεια θα βγει"
    συνώνυμο:
  • βγαίνω έξω

adjective

1. Not allowed to continue to bat or run

  • "He was tagged out at second on a close play"
  • "He fanned out"
    synonym:
  • out(p)

1. Δεν επιτρέπεται να συνεχίσει να νυχτερίδα ή να τρέχει

  • "Είχε επισημανθεί στη δεύτερη θέση σε ένα στενό παιχνίδι"
  • "Βγήκε έξω"
    συνώνυμο:
  • εξ()

2. Being out or having grown cold

  • "Threw his extinct cigarette into the stream"
  • "The fire is out"
    synonym:
  • extinct
  • ,
  • out(p)

2. Να είσαι έξω ή να έχεις κρυώσει

  • "Πέταξε το εξαφανισμένο τσιγάρο του στο ρεύμα"
  • "Η φωτιά είναι έξω"
    συνώνυμο:
  • εξαφανισμένοσ
  • ,
  • εξ()

3. Not worth considering as a possibility

  • "A picnic is out because of the weather"
    synonym:
  • out(p)

3. Δεν αξίζει να εξεταστεί ως πιθανότητα

  • "Ένα πικνίκ είναι έξω λόγω του καιρού"
    συνώνυμο:
  • εξ()

4. Out of power

  • Especially having been unsuccessful in an election
  • "Now the democrats are out"
    synonym:
  • out(a)

4. Εκτός εξουσίας

  • Ειδικά αν είναι ανεπιτυχής στις εκλογές
  • "Τώρα οι δημοκρατικοί είναι έξω"
    συνώνυμο:
  • εξ(

5. Excluded from use or mention

  • "Forbidden fruit"
  • "In our house dancing and playing cards were out"
  • "A taboo subject"
    synonym:
  • forbidden
  • ,
  • out(p)
  • ,
  • prohibited
  • ,
  • proscribed
  • ,
  • taboo
  • ,
  • tabu
  • ,
  • verboten

5. Εξαιρούνται από τη χρήση ή την αναφορά

  • "Απαγορευμένο φρούτο"
  • "Στο σπίτι μας χορεύοντας και παίζοντας χαρτιά ήταν έξω"
  • "Ένα θέμα ταμπού"
    συνώνυμο:
  • απαγορεύεται
  • ,
  • εξ()
  • ,
  • ταμπού
  • ,
  • προφέρω

6. Directed outward or serving to direct something outward

  • "The out doorway"
  • "The out basket"
    synonym:
  • out(a)

6. Κατευθύνεται προς τα έξω ή υπηρετεί να κατευθύνει κάτι προς τα έξω

  • "Η εξωτερική πόρτα"
  • "Το καλάθι έξω"
    συνώνυμο:
  • εξ(

7. No longer fashionable

  • "That style is out these days"
    synonym:
  • out

7. Δεν είναι πλέον μοντέρνα

  • "Αυτό το στυλ είναι έξω αυτές τις μέρες"
    συνώνυμο:
  • βγαίνω έξω

8. Outside or external

  • "The out surface of a ship's hull"
    synonym:
  • out(a)

8. Εξωτερικός ή εξωτερικός

  • "Η επιφάνεια του κύτους ενός πλοίου"
    συνώνυμο:
  • εξ(

9. Outer or outlying

  • "The out islands"
    synonym:
  • out

9. Εξωτερικός ή εξωτερικός

  • "Τα νησιά"
    συνώνυμο:
  • βγαίνω έξω

10. Knocked unconscious by a heavy blow

    synonym:
  • knocked out(p)
  • ,
  • kayoed
  • ,
  • KO'd
  • ,
  • out(p)
  • ,
  • stunned

10. Χτύπησε αναίσθητος από ένα βαρύ χτύπημα

    συνώνυμο:
  • χτύπησε το ()
  • ,
  • καγιοειδή
  • ,
  • Κο
  • ,
  • εξ()
  • ,
  • αποστασιοποιημένος

adverb

1. Away from home

  • "They went out last night"
    synonym:
  • out

1. Μακριά από το σπίτι

  • "Βγήκαν χθες το βράδυ"
    συνώνυμο:
  • βγαίνω έξω

2. Moving or appearing to move away from a place, especially one that is enclosed or hidden

  • "The cat came out from under the bed"
    synonym:
  • out

2. Μετακίνηση ή εμφάνιση για να απομακρυνθεί από ένα μέρος, ειδικά ένα που είναι κλειστό ή κρυμμένο

  • "Η γάτα βγήκε από κάτω από το κρεβάτι"
    συνώνυμο:
  • βγαίνω έξω

3. From one's possession

  • "He gave out money to the poor"
  • "Gave away the tickets"
    synonym:
  • away
  • ,
  • out

3. Από την κατοχή κάποιου

  • "Έδωσε χρήματα στους φτωχούς"
  • "Παραδώστε τα εισιτήρια"
    συνώνυμο:
  • μακριά
  • ,
  • βγαίνω έξω

Examples of using

Mary scared Tom out of his wits.
Η Μαίρη φόβισε τον Τομ από την ευσυνειδησία του.
Spit it out!
Φτύστε το!
Our refrigerator is out of order.
Το ψυγείο μας είναι εκτός λειτουργίας.