Translation meaning & definition of the word "ostracism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οστρακισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ostracism
[Οστρακισμός]/ɔstrəsɪzəm/
noun
1. The state of being banished or ostracized (excluded from society by general consent)
- "The association should get rid of its elderly members--not by euthanasia, of course, but by coventry"
- synonym:
- banishment ,
- ostracism ,
- Coventry
1. Η κατάσταση της εξορίας ή της εξοστρακίσεως ( αποκλείεται από την κοινωνία με γενική συναίνεση)
- "Η ένωση πρέπει να απαλλαγεί από τα ηλικιωμένα μέλη της - όχι από την ευθανασία, φυσικά, αλλά από τον κόβεντρι"
- συνώνυμο:
- εξορία ,
- εξοστρακισμόσ ,
- Κόβεντρι
2. The act of excluding someone from society by general consent
- synonym:
- ostracism
2. Η πράξη αποκλεισμού κάποιου από την κοινωνία με γενική συγκατάθεση
- συνώνυμο:
- εξοστρακισμόσ