Translation meaning & definition of the word "osteoporosis" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οστεοπόρωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Osteoporosis
[Οστεοπόρωση]/ɔstiɑpəroʊsɪs/
noun
1. Abnormal loss of bony tissue resulting in fragile porous bones attributable to a lack of calcium
- Most common in postmenopausal women
- synonym:
- osteoporosis
1. Μη φυσιολογική απώλεια οστικού ιστού με αποτέλεσμα εύθραυστα πορώδη οστά που οφείλονται σε έλλειψη ασβεστίου
- Πιο συχνές σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες
- συνώνυμο:
- οστεοπόρωση