Translation meaning & definition of the word "oscilloscope" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σκιλοσκόπιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Oscilloscope
[Ταλαντοσκόπιο]/ɔsɪləskoʊp/
noun
1. Electronic equipment that provides visual images of varying electrical quantities
- synonym:
- oscilloscope ,
- scope ,
- cathode-ray oscilloscope ,
- CRO
1. Ηλεκτρονικός εξοπλισμός που παρέχει οπτικές εικόνες διαφόρων ηλεκτρικών ποσοτήτων
- συνώνυμο:
- παλμογράφοσ ,
- πεδίο εφαρμογής ,
- παλμογράφο καθόδου-ακτίνων ,
- ΚΡΟ