Translation meaning & definition of the word "os" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ως" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Os
[Ο]/ɑs/
noun
1. A mouth or mouthlike opening
- synonym:
- os
1. Στόμα ή στοματικό άνοιγμα
- συνώνυμο:
- ο
2. A hard brittle blue-grey or blue-black metallic element that is one of the platinum metals
- The heaviest metal known
- synonym:
- osmium ,
- Os ,
- atomic number 76
2. Ένα σκληρό μπλε-γκρι ή μπλε-μαύρο μεταλλικό στοιχείο που είναι ένα από τα λευκόχρυσα μέταλλα
- Το βαρύτερο μέταλλο γνωστό
- συνώνυμο:
- όσμιο ,
- Ο ,
- ατομικός αριθμός 76
3. (computer science) software that controls the execution of computer programs and may provide various services
- synonym:
- operating system ,
- OS
3. ( λογισμικό επιστήμης υπολογιστών που ελέγχει την εκτέλεση προγραμμάτων υπολογιστών και μπορεί να παρέχει διάφορες υπηρεσίες
- συνώνυμο:
- λειτουργικό σύστημα ,
- ΟΣΤ
4. The left eye
- synonym:
- oculus sinister ,
- OS
4. Το αριστερό μάτι
- συνώνυμο:
- οκούλους δουλοπάροικος ,
- ΟΣΤ
5. Rigid connective tissue that makes up the skeleton of vertebrates
- synonym:
- bone ,
- os
5. Άκαμπτος συνδετικός ιστός που αποτελεί το σκελετό των σπονδυλωτών
- συνώνυμο:
- οστό ,
- ο