Translation meaning & definition of the word "orthodox" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ορθόδοξο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Orthodox
[Ορθόδοξος]/ɔrθədɑks/
adjective
1. Of or pertaining to or characteristic of judaism
- "Orthodox judaism"
- synonym:
- Orthodox ,
- Jewish-Orthodox
1. Από ή που αφορούν ή χαρακτηριστικά του ιουδαϊσμού
- "Ο ορθόδοξος ιουδαϊσμός"
- συνώνυμο:
- Ορθόδοξος ,
- Εβραίος-Ορθόδοξος
2. Adhering to what is commonly accepted
- "An orthodox view of the world"
- synonym:
- orthodox
2. Τηρώντας αυτό που είναι κοινώς αποδεκτό
- "Μια ορθόδοξη άποψη του κόσμου"
- συνώνυμο:
- ορθόδοξος
3. Of or relating to or characteristic of the eastern orthodox church
- synonym:
- Orthodox ,
- Eastern Orthodox ,
- Russian Orthodox ,
- Greek Orthodox
3. Από ή σχετίζονται με ή χαρακτηριστικό της ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας
- συνώνυμο:
- Ορθόδοξος ,
- Ανατολικός Ορθόδοξος ,
- Ρωσική Ορθόδοξη ,
- Ελληνική Ορθόδοξη