Translation meaning & definition of the word "orphan" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ορφανός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Orphan
[Ορφανά]/ɔrfən/
noun
1. A child who has lost both parents
- synonym:
- orphan
1. Ένα παιδί που έχασε και τους δύο γονείς
- συνώνυμο:
- ορφανός
2. Someone or something who lacks support or care or supervision
- synonym:
- orphan
2. Κάποιος ή κάτι που δεν έχει υποστήριξη ή φροντίδα ή επίβλεψη
- συνώνυμο:
- ορφανός
3. The first line of a paragraph that is set as the last line of a page or column
- synonym:
- orphan
3. Η πρώτη γραμμή μιας παραγράφου που έχει οριστεί ως η τελευταία γραμμή μιας σελίδας ή στήλης
- συνώνυμο:
- ορφανός
4. A young animal without a mother
- synonym:
- orphan
4. Ένα νεαρό ζώο χωρίς μητέρα
- συνώνυμο:
- ορφανός
verb
1. Deprive of parents
- synonym:
- orphan
1. Στέρηση των γονέων
- συνώνυμο:
- ορφανός
Examples of using
Tom is an orphan.
Ο Τομ είναι ορφανός.
A child whose parents are dead is called an orphan.
Ένα παιδί του οποίου οι γονείς είναι νεκροί ονομάζεται ορφανό.
The couple decided to adopt an orphan.
Το ζευγάρι αποφάσισε να υιοθετήσει ένα ορφανό.