Translation meaning & definition of the word "ornamentation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θηρασμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ornamentation
[Διακόσμηση]/ɔrnəmɛnteʃən/
noun
1. The state of being ornamented
- synonym:
- ornamentation
1. Η κατάσταση του να είναι διακοσμημένη
- συνώνυμο:
- διακόσμηση
2. Something used to beautify
- synonym:
- decoration ,
- ornament ,
- ornamentation
2. Κάτι που χρησιμοποιείται για να ομορφύνει
- συνώνυμο:
- διακόσμηση ,
- στολίδι
3. The act of adding extraneous decorations to something
- synonym:
- ornamentation ,
- embellishment
3. Η πράξη της προσθήκης ξένων διακοσμήσεων σε κάτι
- συνώνυμο:
- διακόσμηση ,
- εξωραϊσμόσ
Examples of using
Proverbs are an ornamentation of speech.
Οι παροιμίες είναι μια διακόσμηση της ομιλίας.