Translation meaning & definition of the word "ornament" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "θεός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ornament
[Στολίδι]/ɔrnəmənt/
noun
1. Something used to beautify
- synonym:
- decoration ,
- ornament ,
- ornamentation
1. Κάτι που χρησιμοποιείται για να ομορφύνει
- συνώνυμο:
- διακόσμηση ,
- στολίδι
verb
1. Make more attractive by adding ornament, colour, etc.
- "Decorate the room for the party"
- "Beautify yourself for the special day"
- synonym:
- decorate ,
- adorn ,
- grace ,
- ornament ,
- embellish ,
- beautify
1. Κάντε πιο ελκυστική προσθέτοντας στολίδι, χρώμα κλπ.
- "Διακοσμήστε το δωμάτιο για το πάρτι"
- "Να παρακολουθείτε τον εαυτό σας για την ξεχωριστή ημέρα"
- συνώνυμο:
- διακοσμώ ,
- στολίζω ,
- χάρη ,
- στολίδι ,
- εξωραΐζω ,
- ομορφύνω
2. Be an ornament to
- "Stars ornamented the christmas tree"
- synonym:
- ornament
2. Είμαι στολίδι για
- "Τα αστέρια διακοσμούσαν το χριστουγεννιάτικο δέντρο"
- συνώνυμο:
- στολίδι