Translation meaning & definition of the word "originality" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρωτοτυπία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Originality
[Πρωτοτυπία]/ərɪʤənælɪti/
noun
1. The ability to think and act independently
- synonym:
- originality
1. Η ικανότητα να σκέφτεστε και να ενεργείτε ανεξάρτητα
- συνώνυμο:
- πρωτοτυπία
2. The quality of being new and original (not derived from something else)
- synonym:
- originality
2. Η ποιότητα του να είσαι νέος και πρωτότυπος (δεν προέρχεται από κάτι άλλο)
- συνώνυμο:
- πρωτοτυπία
Examples of using
Lack of originality, everywhere, all over the world, from time immemorial, has always been considered the foremost quality and the recommendation of the active, efficient and practical man...
Η έλλειψη πρωτοτυπίας, παντού, σε όλο τον κόσμο, από αμνημονεύτων χρόνων, θεωρήθηκε πάντα η πρώτη ποιότητα και σύσταση...