Translation meaning & definition of the word "original" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρωτότυπο" στην ελληνική γλώσσα
Original
[Πρωτότυποσ]noun
1. An original creation (i.e., an audio recording) from which copies can be made
- synonym:
- master ,
- master copy ,
- original
1. Μια πρωτότυπη δημιουργία (.δηλαδή, μια ηχογράφηση) από την οποία μπορούν να γίνουν αντίγραφα
- συνώνυμο:
- κύριος ,
- κύριο αντίγραφο ,
- πρωτότυπο
2. Something that serves as a model or a basis for making copies
- "This painting is a copy of the original"
- synonym:
- original ,
- archetype ,
- pilot
2. Κάτι που χρησιμεύει ως μοντέλο ή βάση για τη δημιουργία αντιγράφων
- "Αυτός ο πίνακας είναι ένα αντίγραφο του πρωτοτύπου"
- συνώνυμο:
- πρωτότυπο ,
- αρχέτυπο ,
- πιλότος
adjective
1. Preceding all others in time or being as first made or performed
- "The original inhabitants of the americas"
- "The book still has its original binding"
- "Restored the house to its original condition"
- "The original performance of the opera"
- "The original cast"
- "Retracted his original statement"
- synonym:
- original
1. Πριν από όλους τους άλλους εγκαίρως ή ότι είναι όπως πρωτοπαρασκευάστηκε ή εκτελέστηκε
- "Οι αρχικοί κάτοικοι της αμερικής"
- "Το βιβλίο έχει ακόμα την αρχική του σύνδεση"
- "Επαναφέρει το σπίτι στην αρχική του κατάσταση"
- "Η αρχική παράσταση της όπερας"
- "Το αρχικό καστ"
- "Απέσυρε την αρχική του δήλωση"
- συνώνυμο:
- πρωτότυπο
2. (of e.g. information) not secondhand or by way of something intermediary
- "His work is based on only original, not secondary, sources"
- synonym:
- original
2. ( π.χ. πληροφορίες) δεν είναι μεταχειρισμένο ή μέσω κάτι ενδιάμεσο
- "Η δουλειά του βασίζεται μόνο σε πρωτότυπες, όχι δευτερεύουσες, πηγές"
- συνώνυμο:
- πρωτότυπο
3. Being or productive of something fresh and unusual
- Or being as first made or thought of
- "A truly original approach"
- "With original music"
- "An original mind"
- synonym:
- original
3. Να είσαι παραγωγικός ή φρέσκος σε κάτι φρέσκο και ασυνήθιστο
- Ή να είναι όπως πρώτα φτιαγμένο ή σκεφτείτε
- "Μια πραγματικά πρωτότυπη προσέγγιση"
- "Με πρωτότυπη μουσική"
- "Πρωτότυπο μυαλό"
- συνώνυμο:
- πρωτότυπο
4. Not derived or copied or translated from something else
- "The play is original
- Not an adaptation"
- "He kept the original copy and gave her only a xerox"
- "The translation misses much of the subtlety of the original french"
- synonym:
- original
4. Δεν προέρχεται ή αντιγράφεται ή μεταφράζεται από κάτι άλλο
- "Το παιχνίδι είναι πρωτότυπο
- Όχι προσαρμογή"
- "Κράτησε το αρχικό αντίγραφο και της έδωσε μόνο ένα ξερόξωμα"
- "Η μετάφραση χάνει μεγάλο μέρος της λεπτότητας των αρχικών γαλλικών"
- συνώνυμο:
- πρωτότυπο