Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "orient" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσανατολισμός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Orient

[Προσανατολισμένοσ]
/ɔriɛnt/

noun

1. The countries of asia

    synonym:
  • East
  • ,
  • Orient

1. Οι χώρες της ασίας

    συνώνυμο:
  • Ανατολή
  • ,
  • Προσανατολισμένοσ

2. The hemisphere that includes eurasia and africa and australia

    synonym:
  • eastern hemisphere
  • ,
  • orient

2. Το ημισφαίριο που περιλαμβάνει την ευρασία, την αφρική και την αυστραλία

    συνώνυμο:
  • ανατολικό ημισφαίριο
  • ,
  • προσανατολίζω

verb

1. Be oriented

  • "The weather vane points north"
  • "The dancers toes pointed outward"
    synonym:
  • orient
  • ,
  • point

1. Προσανατολίζομαι

  • "Το καιρικό πτερύγιο δείχνει βόρεια"
  • "Οι χορευτές έδειχναν τα δάχτυλα των ποδιών προς τα έξω"
    συνώνυμο:
  • προσανατολίζω
  • ,
  • σημείο

2. Determine one's position with reference to another point

  • "We had to orient ourselves in the forest"
    synonym:
  • orient
  • ,
  • orientate

2. Καθορίστε τη θέση του ατόμου με αναφορά σε ένα άλλο σημείο

  • "Έπρεπε να προσανατολιστούμε στο δάσος"
    συνώνυμο:
  • προσανατολίζω

3. Cause to point

  • "Orient the house towards the west"
    synonym:
  • orient

3. Αιτία στο σημείο

  • "Στο σπίτι προς τη δύση"
    συνώνυμο:
  • προσανατολίζω

4. Familiarize (someone) with new surroundings or circumstances

  • "The dean of students tries to orient the freshmen"
    synonym:
  • orient

4. Εξοικείωση με το (απονε) με νέο περιβάλλον ή περιστάσεις

  • "Ο κοσμήτορας των μαθητών προσπαθεί να προσανατολίσει τους πρωτοετείς"
    συνώνυμο:
  • προσανατολίζω

5. Adjust to a specific need or market

  • "A magazine oriented towards young people"
  • "Tailor your needs to your surroundings"
    synonym:
  • tailor
  • ,
  • orient

5. Προσαρμογή σε μια συγκεκριμένη ανάγκη ή αγορά

  • "Ένα περιοδικό προσανατολισμένο στους νέους"
  • "Προσαρμόστε τις ανάγκες σας στο περιβάλλον σας"
    συνώνυμο:
  • ράφτης
  • ,
  • προσανατολίζω