Translation meaning & definition of the word "orgy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "όργυ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Orgy
[Οργια]/ɔrʤi/
noun
1. Any act of immoderate indulgence
- "An orgy of shopping"
- "An emotional binge"
- "A splurge of spending"
- synonym:
- orgy ,
- binge ,
- splurge
1. Οποιαδήποτε πράξη απερίσκεπτης επιείκειας
- "Ένα όργιο των αγορών"
- "Συναισθηματικό παραμύθι"
- "Ένα πλήθος δαπανών"
- συνώνυμο:
- όργιο ,
- μπίνγκε ,
- παραμορφώνω
2. Secret rite in the cults of ancient greek or roman deities involving singing and dancing and drinking and sexual activity
- synonym:
- orgy
2. Μυστική ιεροτελεστία στις λατρείες των αρχαίων ελληνικών ή ρωμαϊκών θεοτήτων που περιλαμβάνουν τραγούδι και χορό και ποτό
- συνώνυμο:
- όργιο
3. A wild gathering involving excessive drinking and promiscuity
- synonym:
- orgy ,
- debauch ,
- debauchery ,
- saturnalia ,
- riot ,
- bacchanal ,
- bacchanalia ,
- drunken revelry
3. Μια άγρια συγκέντρωση που περιλαμβάνει υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και ασυδοσία
- συνώνυμο:
- όργιο ,
- ντεμπούτσα ,
- ακολασία ,
- σατουρνάλια ,
- ταραχή ,
- βακχικόσ ,
- βακχανία ,
- μεθυσμένος γλέντι