Translation meaning & definition of the word "organist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οργανισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Organist
[Οργανολόγοσ]/ɔrgənəst/
noun
1. A person who plays an organ
- synonym:
- organist
1. Ένας άνθρωπος που παίζει ένα όργανο
- συνώνυμο:
- οργανίστασ