Translation meaning & definition of the word "organism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οργανισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Organism
[Οργανισμός]/ɔrgənɪzəm/
noun
1. A living thing that has (or can develop) the ability to act or function independently
- synonym:
- organism ,
- being
1. Ένα ζωντανό πράγμα που έχει (ορ μπορεί να αναπτύξεισ) την ικανότητα να ενεργεί ή να λειτουργεί ανεξάρτητα
- συνώνυμο:
- οργανισμός ,
- είναι
2. A system considered analogous in structure or function to a living body
- "The social organism"
- synonym:
- organism
2. Ένα σύστημα που θεωρείται ανάλογο στη δομή ή τη λειτουργία σε ένα ζωντανό σώμα
- "Ο κοινωνικός οργανισμός"
- συνώνυμο:
- οργανισμός
Examples of using
Water bears several vital functions in a man's organism. It serves as a transport means for nutrients, regulates body temperature, and plays an important part in metabolism.
Το νερό φέρει πολλές ζωτικές λειτουργίες στον οργανισμό ενός ανθρώπου. Χρησιμεύει ως μέσο μεταφοράς για θρεπτικά συστατικά, ρυθμίζει τη θερμοκρασία του σώματος και παίζει σημαντικό ρόλο στο μεταβολισμό.