Translation meaning & definition of the word "organ" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "όργανο" στην ελληνική γλώσσα
Organ
[Οργανόγραμμα]noun
1. A fully differentiated structural and functional unit in an animal that is specialized for some particular function
- synonym:
- organ
1. Μια πλήρως διαφοροποιημένη δομική και λειτουργική μονάδα σε ένα ζώο που ειδικεύεται σε κάποια συγκεκριμένη λειτουργία
- συνώνυμο:
- όργανο
2. A government agency or instrument devoted to the performance of some specific function
- "The census bureau is an organ of the commerce department"
- synonym:
- organ
2. Κυβερνητική υπηρεσία ή όργανο αφιερωμένο στην εκτέλεση κάποιας συγκεκριμένης λειτουργίας
- "Το γραφείο απογραφών είναι όργανο του τμήματος εμπορίου"
- συνώνυμο:
- όργανο
3. (music) an electronic simulation of a pipe organ
- synonym:
- electric organ ,
- electronic organ ,
- Hammond organ ,
- organ
3. (μουσική) μια ηλεκτρονική προσομοίωση ενός οργάνου σωλήνων
- συνώνυμο:
- ηλεκτρικό όργανο ,
- ηλεκτρονικό όργανο ,
- Όργανο του χαμόνι ,
- όργανο
4. A periodical that is published by a special interest group
- "The organ of the communist party"
- synonym:
- organ
4. Περιοδικό που δημοσιεύεται από ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος
- "Το όργανο του κομμουνιστικού κόμματος"
- συνώνυμο:
- όργανο
5. Wind instrument whose sound is produced by means of pipes arranged in sets supplied with air from a bellows and controlled from a large complex musical keyboard
- synonym:
- organ ,
- pipe organ
5. Αιολικό όργανο του οποίου ο ήχος παράγεται μέσω σωλήνων τοποθετημένων σε σετ που παρέχονται με αέρα από φυσητήρες και ελεγχόμενο
- συνώνυμο:
- όργανο ,
- όργανο σωλήνων
6. A free-reed instrument in which air is forced through the reeds by bellows
- synonym:
- harmonium ,
- organ ,
- reed organ
6. Ένα όργανο ελεύθερης συμφωνίας στο οποίο ο αέρας αναγκάζεται μέσα από τα καλάμια με φυσητήρες
- συνώνυμο:
- αρμόνιο ,
- όργανο ,
- καλάμι