Translation meaning & definition of the word "ore" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περισσότερο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ore
[Στόμα]/ɔr/
noun
1. A mineral that contains metal that is valuable enough to be mined
- synonym:
- ore
1. Ένα ορυκτό που περιέχει μέταλλο που είναι αρκετά πολύτιμο για να εξορυχθεί
- συνώνυμο:
- μετάλλευμα
2. A monetary subunit in denmark and norway and sweden
- 100 ore equal 1 krona
- synonym:
- ore
2. Νομισματική υπομονάδα στη δανία, τη νορβηγία και τη σουηδία
- 100 μετάλλευμα ίσο με 1 κορώνα
- συνώνυμο:
- μετάλλευμα