Translation meaning & definition of the word "orderly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνήθως" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Orderly
[Παραγγελιακά]/ɔrdərli/
noun
1. A soldier who serves as an attendant to a superior officer
- "The orderly laid out the general's uniform"
- synonym:
- orderly
1. Ένας στρατιώτης που υπηρετεί ως συνοδός σε έναν ανώτερο αξιωματικό
- "Τακτοποίησαν τη στολή του στρατηγού"
- συνώνυμο:
- τακτικός
2. A male hospital attendant who has general duties that do not involve the medical treatment of patients
- synonym:
- orderly ,
- hospital attendant
2. Ένας άνδρας νοσοκομειακός συνοδός που έχει γενικά καθήκοντα που δεν περιλαμβάνουν την ιατρική περίθαλψη των ασθενών
- συνώνυμο:
- τακτικός ,
- νοσοκομειακός υπάλληλος
adjective
1. Devoid of violence or disruption
- "An orderly crowd confronted the president"
- synonym:
- orderly
1. Στερείται βίας ή αναστάτωσης
- "Ένα πλήθος αντιμετώπισε τον πρόεδρο"
- συνώνυμο:
- τακτικός
2. Clean or organized
- "Her neat dress"
- "A neat room"
- synonym:
- neat ,
- orderly
2. Καθαρό ή οργανωμένο
- "Το τακτοποιημένο φόρεμά της"
- "Ένα τακτοποιημένο δωμάτιο"
- συνώνυμο:
- τακτοποιημένος ,
- τακτικός