Translation meaning & definition of the word "ordain" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κορδόνα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ordain
[Παραλείπω]/ɔrden/
verb
1. Order by virtue of superior authority
- Decree
- "The king ordained the persecution and expulsion of the jews"
- "The legislature enacted this law in 1985"
- synonym:
- ordain ,
- enact
1. Τάξη από την ανώτερη εξουσία
- Διάταγμα
- "Ο βασιλιάς χειροτόνησε τη δίωξη και την απέλαση των εβραίων"
- "Το νομοθετικό σώμα θέσπισε αυτόν τον νόμο το 1985"
- συνώνυμο:
- τεταγμένοσ ,
- εισάγω
2. Appoint to a clerical posts
- "He was ordained in the church"
- synonym:
- ordain ,
- consecrate ,
- ordinate ,
- order
2. Διορίστε σε θέσεις υπαλλήλων
- "Χειροτονήθηκε στην εκκλησία"
- συνώνυμο:
- τεταγμένοσ ,
- αφιερώνω ,
- χειροτονώ ,
- παραγγελία
3. Invest with ministerial or priestly authority
- "The minister was ordained only last month"
- synonym:
- ordain
3. Επενδύστε με υπουργική ή ιερατική εξουσία
- "Ο υπουργός χειροτονήθηκε μόλις τον περασμένο μήνα"
- συνώνυμο:
- τεταγμένοσ
4. Issue an order
- synonym:
- ordain
4. Εκδώστε μια παραγγελία
- συνώνυμο:
- τεταγμένοσ