Translation meaning & definition of the word "orchid" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ορχίντ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Orchid
[Ορχιδέα]/ɔrkəd/
noun
1. Any of numerous plants of the orchid family usually having flowers of unusual shapes and beautiful colors
- synonym:
- orchid ,
- orchidaceous plant
1. Οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα φυτά της οικογένειας ορχιδέας έχει συνήθως λουλούδια ασυνήθιστων σχημάτων και όμορφα χρώματα
- συνώνυμο:
- ορχιδέα ,
- ορχιδογόνο φυτό