Translation meaning & definition of the word "orangutan" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οραγκουτάν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Orangutan
[Οραγκουτάν]/ɔræŋətæn/
noun
1. Large long-armed ape of borneo and sumatra having arboreal habits
- synonym:
- orangutan ,
- orang ,
- orangutang ,
- Pongo pygmaeus
1. Μεγάλος οπλισμένος πίθηκος του βόρνεο και της σουμάτρας που έχει δενδρώδεις συνήθειες
- συνώνυμο:
- οραγκουτάνη ,
- ορανγκ ,
- οραγκουτάνγκ ,
- Πόνγκο πυγμαίος