Translation meaning & definition of the word "orally" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προφορικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Orally
[Προφορικά]/ɔrəli/
adverb
1. (of drugs) through the mouth rather than through injection
- By mouth
- "He was administered the drug orally"
- synonym:
- orally
1. (των φαρμάκων) μέσω του στόματος και όχι μέσω της ένεσης
- Από το στόμα
- "Του χορηγήθηκε το φάρμακο από το στόμα"
- συνώνυμο:
- προφορικά
2. By spoken rather than written means
- "These stories were transmitted by word of mouth"
- synonym:
- orally ,
- by word of mouth
2. Με προφορικά και όχι με γραπτά μέσα
- "Αυτές οι ιστορίες μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα"
- συνώνυμο:
- προφορικά ,
- λέξη από στόμα