Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "oral" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προφορική" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Oral

[Προφορικόσ]
/ɔrəl/

noun

1. An examination conducted by spoken communication

    synonym:
  • oral
  • ,
  • oral exam
  • ,
  • oral examination
  • ,
  • viva voce
  • ,
  • viva

1. Εξέταση που διεξάγεται από την προφορική επικοινωνία

    συνώνυμο:
  • προφορικός
  • ,
  • προφορική εξέταση
  • ,
  • βίβα
  • ,
  • ζωή

adjective

1. Using speech rather than writing

  • "An oral tradition"
  • "An oral agreement"
    synonym:
  • oral
  • ,
  • unwritten

1. Χρησιμοποιώντας την ομιλία αντί να γράφω

  • "Προφορική παράδοση"
  • "Προφορική συμφωνία"
    συνώνυμο:
  • προφορικός
  • ,
  • άγραφοσ

2. Of or relating to or affecting or for use in the mouth

  • "Oral hygiene"
  • "An oral thermometer"
  • "An oral vaccine"
    synonym:
  • oral

2. Από ή σχετίζονται με ή επηρεάζουν ή για χρήση στο στόμα

  • "Στοματική υγιεινή"
  • "Προφορικό θερμόμετρο"
  • "Ένα προφορικό εμβόλιο"
    συνώνυμο:
  • προφορικός

3. Of or involving the mouth or mouth region or the surface on which the mouth is located

  • "The oral cavity"
  • "The oral mucous membrane"
  • "The oral surface of a starfish"
    synonym:
  • oral

3. Από ή που περιλαμβάνει την περιοχή του στόματος ή του στόματος ή την επιφάνεια στην οποία βρίσκεται το στόμα

  • "Η στοματική κοιλότητα"
  • "Η βλεννογόνος μεμβράνη του στόματος"
  • "Η προφορική επιφάνεια ενός αστερία"
    συνώνυμο:
  • προφορικός

4. A stage in psychosexual development when the child's interest is concentrated in the mouth

  • Fixation at this stage is said to result in dependence, selfishness, and aggression
    synonym:
  • oral

4. Ένα στάδιο στην ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη όταν το ενδιαφέρον του παιδιού είναι συγκεντρωμένο στο στόμα

  • Η σταθεροποίηση σε αυτό το στάδιο λέγεται ότι οδηγεί σε εξάρτηση, εγωισμό και επιθετικότητα
    συνώνυμο:
  • προφορικός

Examples of using

He had an oral exam.
Είχε προφορική εξέταση.
His oral agreement may not mean anything without his signed contract.
Η προφορική συμφωνία του μπορεί να μην σημαίνει τίποτα χωρίς το υπογεγραμμένο συμβόλαιό του.
His oral agreement may not mean anything without his signed contract.
Η προφορική συμφωνία του μπορεί να μην σημαίνει τίποτα χωρίς το υπογεγραμμένο συμβόλαιό του.