Translation meaning & definition of the word "oracle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκηνή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Oracle
[Μαντείο]/ɔrəkəl/
noun
1. An authoritative person who divines the future
- synonym:
- prophet ,
- prophesier ,
- oracle ,
- seer ,
- vaticinator
1. Ένα έγκυρο άτομο που θεωρεί το μέλλον
- συνώνυμο:
- προφήτης ,
- προφητικόσ ,
- μαντείο ,
- επιτίθεμαι ,
- υποτιμητήσ
2. A prophecy (usually obscure or allegorical) revealed by a priest or priestess
- Believed to be infallible
- synonym:
- oracle
2. Μια προφητεία ( συνήθως σκοτεινή ή αλληγορική) που αποκαλύπτεται από έναν ιερέα ή ιέρεια
- Πιστεύεται ότι είναι αλάνθαστο
- συνώνυμο:
- μαντείο
3. A shrine where an oracular god is consulted
- synonym:
- oracle
3. Ένα ιερό όπου συμβουλεύεται έναν οφθαλμικό θεό
- συνώνυμο:
- μαντείο