Translation meaning & definition of the word "opulence" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευφορία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Opulence
[Οπτασία]/ɑpjələns/
noun
1. Wealth as evidenced by sumptuous living
- synonym:
- luxury ,
- luxuriousness ,
- opulence ,
- sumptuousness
1. Πλούτος όπως αποδεικνύεται από την πλούσια ζωή
- συνώνυμο:
- πολυτέλεια ,
- αίσθημα ευφορίασ ,
- πλουσιότητα