Translation meaning & definition of the word "optional" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προαιρετικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Optional
[Προαιρετικός]/ɑpʃənəl/
adjective
1. Possible but not necessary
- Left to personal choice
- synonym:
- optional
1. Είναι δυνατόν αλλά όχι απαραίτητο
- Αφήνεται στην προσωπική επιλογή
- συνώνυμο:
- προαιρετικός