Translation meaning & definition of the word "optimum" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βέλτιστο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Optimum
[Βέλτιστοσ]/ɑptəməm/
noun
1. Most favorable conditions or greatest degree or amount possible under given circumstances
- synonym:
- optimum
1. Οι περισσότερες ευνοϊκές συνθήκες ή το μέγιστο βαθμό ή ποσό που είναι δυνατόν υπό δεδομένες συνθήκες
- συνώνυμο:
- βέλτιστοσ
adjective
1. Most desirable possible under a restriction expressed or implied
- "An optimum return on capital"
- "Optimal concentration of a drug"
- synonym:
- optimum ,
- optimal
1. Το πιο επιθυμητό δυνατό υπό τον περιορισμό που εκφράζεται ή υπονοείται
- "Βέλτιστη απόδοση κεφαλαίου"
- "Βέλτιστη συγκέντρωση ενός φαρμάκου"
- συνώνυμο:
- βέλτιστοσ