Translation meaning & definition of the word "optimize" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βελτιστοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Optimize
[Βελτιστοποιώ]/ɑptəmaɪz/
verb
1. Make optimal
- Get the most out of
- Use best
- "Optimize your resources"
- synonym:
- optimize ,
- optimise
1. Κάνω το βέλτιστο
- Αξιοποιήστε στο έπακρο
- Χρησιμοποιήστε καλύτερα
- "Βελτιστοποιήστε τους πόρους σας"
- συνώνυμο:
- βελτιστοποιώ
2. Modify to achieve maximum efficiency in storage capacity or time or cost
- "Optimize a computer program"
- synonym:
- optimize ,
- optimise
2. Τροποποιήστε για να επιτύχετε τη μέγιστη αποδοτικότητα στην ικανότητα αποθήκευσης ή το χρόνο ή το κόστος
- "Βελτιστοποιήστε ένα πρόγραμμα υπολογιστή"
- συνώνυμο:
- βελτιστοποιώ
3. Act as an optimist and take a sunny view of the world
- synonym:
- optimize ,
- optimise
3. Λειτουργήστε ως αισιόδοξος και αποκτήστε μια ηλιόλουστη θέα του κόσμου
- συνώνυμο:
- βελτιστοποιώ