Translation meaning & definition of the word "optimization" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βελτιστοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Optimization
[Βελτιστοποίηση]/ɑptəməzeʃən/
noun
1. The act of rendering optimal
- "The simultaneous optimization of growth and profitability"
- "In an optimization problem we seek values of the variables that lead to an optimal value of the function that is to be optimized"
- "To promote the optimization and diversification of agricultural products"
- synonym:
- optimization ,
- optimisation
1. Η πράξη της απόδοσης της βέλτιστης
- "Η ταυτόχρονη βελτιστοποίηση της ανάπτυξης και της κερδοφορίας"
- "Σε ένα πρόβλημα βελτιστοποίησης αναζητούμε τιμές των μεταβλητών που οδηγούν σε βέλτιστη τιμή της συνάρτησης που πρόκειται"
- "Για την προώθηση της βελτιστοποίησης και της διαφοροποίησης των γεωργικών προϊόντων"
- συνώνυμο:
- βελτιστοποίηση