Translation meaning & definition of the word "optimistic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αισιόδοξη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Optimistic
[Αισιόδοξοσ]/ɑptəmɪstɪk/
adjective
1. Expecting the best in this best of all possible worlds
- "In an optimistic mood"
- "Optimistic plans"
- "Took an optimistic view"
- synonym:
- optimistic
1. Περιμένοντας το καλύτερο σε αυτόν τον καλύτερο από όλους τους πιθανούς κόσμους
- "Με αισιόδοξη διάθεση"
- "Αισιόδοξα σχέδια"
- "Έχει μια αισιόδοξη άποψη"
- συνώνυμο:
- αισιόδοξος
2. Expecting the best
- "An affirmative outlook"
- synonym:
- affirmative ,
- optimistic
2. Περιμένοντας το καλύτερο
- "Καταφατική προοπτική"
- συνώνυμο:
- θετικόσ ,
- αισιόδοξος
Examples of using
I'm optimistic.
Είμαι αισιόδοξος.
How can you be so optimistic?
Πώς μπορείτε να είστε τόσο αισιόδοξοι?
This is wildly optimistic.
Αυτό είναι εξαιρετικά αισιόδοξο.