Translation meaning & definition of the word "optimist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αισιόδοξος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Optimist
[Αισιόδοξος]/ɑptəmɪst/
noun
1. A person disposed to take a favorable view of things
- synonym:
- optimist
1. Ένα άτομο που είναι διατεθειμένο να λάβει μια ευνοϊκή άποψη για τα πράγματα
- συνώνυμο:
- αισιόδοξος
Examples of using
Despite all his setbacks, he remains an optimist.
Παρά τις αποτυχίες του, παραμένει αισιόδοξος.
I am an optimist by nature.
Είμαι αισιόδοξος από τη φύση μου.
Helen is by nature an optimist.
Η Ελένη είναι από τη φύση της αισιόδοξη.