Translation meaning & definition of the word "optic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οπτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Optic
[Οπτική]/ɑptɪk/
noun
1. The organ of sight
- synonym:
- eye ,
- oculus ,
- optic
1. Το όργανο της όρασης
- συνώνυμο:
- μάτι ,
- οφθαλμός ,
- οπτικό
adjective
1. Of or relating to or resembling the eye
- "Ocular muscles"
- "An ocular organ"
- "Ocular diseases"
- "The optic (or optical) axis of the eye"
- "An ocular spot is a pigmented organ or part believed to be sensitive to light"
- synonym:
- ocular ,
- optic ,
- optical ,
- opthalmic
1. Από ή σχετίζονται ή μοιάζουν με το μάτι
- "Οφθαλμικοί μύες"
- "Ένα οφθαλμικό όργανο"
- "Οφθαλμικές ασθένειες"
- "Ο οπτικός οπτικός ( οπτικός) άξονας του ματιού"
- "Ένα οφθαλμικό σημείο είναι ένα χρωματισμένο όργανο ή μέρος που πιστεύεται ότι είναι ευαίσθητο στο φως"
- συνώνυμο:
- οφθαλμική ,
- οπτικό ,
- οπτικός
2. Relating to or using sight
- "Ocular inspection"
- "An optical illusion"
- "Visual powers"
- "Visual navigation"
- synonym:
- ocular ,
- optic ,
- optical ,
- visual
2. Σχετικά με ή με τη χρήση της όρασης
- "Οφθαλμική επιθεώρηση"
- "Μια οπτική ψευδαίσθηση"
- "Οπτικές δυνάμεις"
- "Οπτική πλοήγηση"
- συνώνυμο:
- οφθαλμική ,
- οπτικό ,
- οπτικός