Translation meaning & definition of the word "opt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ακολουθήστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Opt
[Επιλέγω]/ɑpt/
verb
1. Select as an alternative over another
- "I always choose the fish over the meat courses in this restaurant"
- "She opted for the job on the east coast"
- synonym:
- choose ,
- prefer ,
- opt
1. Επιλέξτε ως εναλλακτική λύση έναντι της άλλης
- "Πάντα επιλέγω τα ψάρια πάνω από τα μαθήματα κρέατος σε αυτό το εστιατόριο"
- "Επέλεξε τη δουλειά στην ανατολική ακτή"
- συνώνυμο:
- επιλέγω ,
- προτιμώ