Translation meaning & definition of the word "oppressor" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "καταπιεστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Oppressor
[Καταπιεστήσ]/əprɛsər/
noun
1. A person of authority who subjects others to undue pressures
- synonym:
- oppressor
1. Ένα πρόσωπο εξουσίας που υποβάλλει τους άλλους σε αδικαιολόγητες πιέσεις
- συνώνυμο:
- καταπιεστήσ